- προσκεχήναμεν
- προσχάσκωgapeperf ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσχάσκω — Α·1. προσβλέπω κάποιον με ανοιχτό στόμα 2. θαυμάζω κάποιον ή κάτι χάσκοντας («τῷ εἴδει τῆς ὁραθείσης προσκεχήναμεν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χάσκω «ανοίγω το στόμα μου»] … Dictionary of Greek